αναπαλμός
Смотреть что такое "αναπαλμός" в других словарях:
αναπαλμός — ο η ανάπαλση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παλμός. Η λ. μαρτυρείται στον ποιητή Ιω. Καρασούτσα (1824 1873)] … Dictionary of Greek
αναπαλμός — ο η ανάπαλση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + παλμός. Η λ. μαρτυρείται στον ποιητή Ιω. Καρασούτσα (1824 1873)] … Dictionary of Greek